υδραργύρωμα

υδραργύρωμα
το, -ατος
κράμα μετάλλου με υδράργυρο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υδραργύρωμα — το, Ν αμάλγαμα μετάλλου με υδράργυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδράργυρος + κατάλ. ωμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”